- θηλύμορφος
- -η, -ο (Α θηλύμορφος, -ον)αυτός που έχει μορφή γυναίκαςαρχ.1. αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας2. ο αριθμός τέσσερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ-* + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, εύ-μορφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηλύμορφος — woman shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυμορφότερον — θηλύμορφος woman shaped adverbial comp θηλύμορφος woman shaped masc acc comp sg θηλύμορφος woman shaped neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυμορφότατον — θηλύμορφος woman shaped masc acc superl sg θηλύμορφος woman shaped neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλύμορφον — θηλύμορφος woman shaped masc/fem acc sg θηλύμορφος woman shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυμόρφους — θηλύμορφος woman shaped masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυμόρφῳ — θηλύμορφος woman shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλύμορφοι — θηλύμορφος woman shaped masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικόμορφος — η, ο (AM γυναικόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή γυναίκας, αυτός που μοιάζει με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + μορφος < μορφή (πρβλ. θηλύμορφος, ιππόμορφος)] … Dictionary of Greek
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek
θηλυκόμορφος — θηλυκόμορφος, ον (Α) ο θηλύμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκός + μορφος (< μορφή), πρβλ. αλλό μορφος, ομοιό μορφος] … Dictionary of Greek